14. Ὁ Ἰωάννης ὅμως τὸν ἐμπόδιζε καὶ ἔλεγε, «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σένα καὶ σὺ ἔρχεσαι σ᾽ ἐμένα;»
15. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἄφησε αὐτὰ ἐπὶ τοῦ παρόντος, διότι ἔτσι εἶναι πρέπον σ᾽ ἐμᾶς, νὰ ἐκτελέσωμεν κάθε ἐντολήν». Τότε ὁ Ἰωάννης δὲν τοῦ ἔφερε ἀντίρρησιν.
16. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐβαπτίσθηκε, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ ἰδού, ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνῃ σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του.