16. Kαι η κόρη ήταν υπερβολικά ωραία στην όψη, παρθένα, και άνδρας δεν την είχε γνωρίσει· όταν, λοιπόν, κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της, και ανέβαινε.
17. Kαι τρέχοντας ο δούλος σε συνάντησή της, είπε: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου.
18. Kαι εκείνη είπε: Πιες, κύριέ μου· και έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της επάνω στον βραχίονά της, και τον πότισε.
19. Kαι αφού έπαυσε να τον ποτίζει, είπε: Kαι για τις καμήλες σου θα αντλήσω, μέχρις ότου πιουν όλες.