10. Αυτόν, που μόλις πριν από λίγο νόμιζε πως θα έπιανε τα άστρα του ουρανού, τώρα κανένας δεν μπορούσε να τον μεταφέρει από την αποκρουστική βρώμα του.
11. Ο Αντίοχος σ’ αυτή την άθλια κατάστασή του άρχισε να ταπεινώνεται. Χτυπημένος από το Θεό και με τους πόνους του διαρκώς ν’ αυξάνουν, άρχισε να καταλαβαίνει τα πράγματα.
12. Κι όταν πια δεν μπορούσε να υποφέρει την ίδια του τη βρώμα, είπε: «Το σωστό είναι να υποτάσσονται όλοι οι θνητοί στο Θεό και να μην έχουν την εντύπωση πως είναι ίσοι μ’ αυτόν».
13. Τότε ο βδελυρός αυτός άνθρωπος έκανε μια ευχή στον Κύριο, ο οποίος βέβαια δεν επρόκειτο να τον λυπηθεί, και υποσχέθηκε ότι